Τα esports έχουν εξελιχθεί σε μια βιομηχανία πολλών δισεκατομμυρίων, προσελκύοντας εκατομμύρια θεατές και τεράστια χρηματικά έπαθλα. Ωστόσο, η επιτυχία συνοδεύεται και από διαμάχες. Με την πάροδο των ετών, ο επαγγελματικός χώρος του gaming έχει γίνει μάρτυρας πολλών σκανδάλων που αφορούν τη χρήση cheats, τα στημένα ματς και ανήθικες πρακτικές. Αυτά τα περιστατικά έχουν συνταράξει τη βιομηχανία, οδηγώντας σε αυστηρότερες ρυθμίσεις και δια βίου αποκλεισμούς για παίκτες. Σε αυτό το άρθρο, εξετάζουμε τις πιο διαβόητες στιγμές στην ιστορία των esports.
Ένα από τα πιο συγκλονιστικά περιστατικά στημένων αγώνων σημειώθηκε το 2014, όταν η επαγγελματική ομάδα του Counter-Strike: Global Offensive, iBUYPOWER, έχασε εσκεμμένα έναν αγώνα εναντίον της NetcodeGuides.com. Το σχέδιο αποκαλύφθηκε όταν διέρρευσαν συνομιλίες που αποκάλυπταν ότι οι παίκτες είχαν στοιχηματίσει εναντίον του εαυτού τους, αποκομίζοντας κέρδη χιλιάδων δολαρίων σε skins και χρήματα.
Το σκάνδαλο προκάλεσε σοκ στην κοινότητα του CS:GO. Τα στοιχήματα είχαν γίνει αναπόσπαστο μέρος της σκηνής, και αυτή η υπόθεση ανέδειξε τα τρωτά σημεία του συστήματος. Κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι το στημένο αποτέλεσμα ήταν αναπόφευκτο σε μια μη ρυθμιζόμενη αγορά, ενώ άλλοι το είδαν ως προδοσία του ανταγωνιστικού πνεύματος.
Η Valve απάντησε με αυστηρά μέτρα. Οι εμπλεκόμενοι παίκτες, συμπεριλαμβανομένων βασικών μελών της iBUYPOWER, τιμωρήθηκαν με ισόβιο αποκλεισμό από όλα τα τουρνουά που χρηματοδοτούνταν από τη Valve. Αυτή η απόφαση δημιούργησε προηγούμενο για το πώς οι esports οργανισμοί θα χειρίζονταν παρόμοιες υποθέσεις στο μέλλον.
Μετά το σκάνδαλο της iBUYPOWER, οι πλατφόρμες στοιχημάτων εισήγαγαν αυστηρότερους κανονισμούς. Οι διοργανωτές τουρνουά άρχισαν να συνεργάζονται με τρίτους οργανισμούς για την παρακολούθηση ύποπτων στοιχηματικών δραστηριοτήτων. Αυτές οι αλλαγές βοήθησαν στη μείωση της πιθανότητας εμφάνισης παρόμοιων περιστατικών σε μεγάλα τουρνουά.
Για τους παίκτες, το σκάνδαλο ήταν μια ισχυρή προειδοποίηση. Απέδειξε ότι ακόμη και κορυφαίοι επαγγελματίες δεν ήταν άτρωτοι σε αυστηρές κυρώσεις. Ο κίνδυνος του ισόβιου αποκλεισμού από το επαγγελματικό gaming ήταν πολύ μεγαλύτερος από οποιοδήποτε πιθανό βραχυπρόθεσμο χρηματικό όφελος από τα στημένα παιχνίδια.
Παρά τους αποκλεισμούς, ορισμένοι πρώην παίκτες της iBUYPOWER προσπάθησαν να επιστρέψουν στη σκηνή μέσω μικρότερων, μη επίσημων τουρνουά. Ωστόσο, η φήμη τους είχε ήδη καταστραφεί, και οι περισσότεροι δυσκολεύτηκαν να ξανακερδίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού.
Η χρήση cheats αποτελεί διαχρονικό πρόβλημα στα esports, με ορισμένους παίκτες να καταφεύγουν σε παράνομα λογισμικά για να αποκτήσουν αθέμιτο πλεονέκτημα. Μία από τις πιο διαβόητες υποθέσεις έλαβε χώρα το 2018, όταν ο Nikhil “Forsaken” Kumawat, παίκτης της OpTic India, συνελήφθη να χρησιμοποιεί aim-assist κατά τη διάρκεια ενός LAN τουρνουά.
Κατά τη διάρκεια του eXTREMESLAND Asia, οι διοργανωτές εντόπισαν ύποπτα μοτίβα παιχνιδιού. Όταν εξέτασαν τον υπολογιστή του Forsaken, ανακάλυψαν ένα λογισμικό cheat μεταμφιεσμένο σε έγγραφο Word. Ο παίκτης προσπάθησε να διαγράψει τα αρχεία πανικόβλητος, αλλά ήταν ήδη πολύ αργά.
Ως αποτέλεσμα, ο Forsaken αποκλείστηκε από τα esports για πέντε χρόνια και η OpTic India διέλυσε την ομάδα της. Το περιστατικό αυτό υπογράμμισε τη σημασία της ύπαρξης αυστηρών μέτρων ασφαλείας στα τουρνουά.
Μετά το σκάνδαλο του Forsaken, οι διοργανωτές των esports ενίσχυσαν τα πρωτόκολλα ασφαλείας τους. Τα τουρνουά LAN εισήγαγαν αυστηρότερους ελέγχους εξοπλισμού, ενώ οι online διοργανώσεις αύξησαν την εξάρτησή τους από προηγμένα λογισμικά anti-cheat.
Εταιρείες όπως η Valve και η Riot Games ανέπτυξαν τα δικά τους συστήματα anti-cheat για την ανίχνευση ύποπτων δραστηριοτήτων σε πραγματικό χρόνο. Αυτά τα συστήματα χρησιμοποιούν τεχνητή νοημοσύνη για την αναγνώριση μη φυσιολογικής συμπεριφοράς, όπως αφύσικες ταχύτητες αντίδρασης ή μη ρεαλιστικές κινήσεις.
Παρόλο που η τεχνολογία anti-cheat έχει βελτιωθεί σημαντικά, οι χάκερς συνεχίζουν να αναπτύσσουν νέες μεθόδους για να παρακάμψουν αυτά τα μέτρα ασφαλείας. Ως αποτέλεσμα, οι οργανισμοί esports πρέπει να παραμένουν σε εγρήγορση για να αποτρέψουν μελλοντικά σκάνδαλα που θα μπορούσαν να βλάψουν την αξιοπιστία της βιομηχανίας.
Σε αντίθεση με τα παραδοσιακά αθλήματα, τα esports δεν απαιτούν φυσική αντοχή. Ωστόσο, ορισμένοι επαγγελματίες παίκτες έχουν χρησιμοποιήσει φάρμακα ενίσχυσης γνωστικών λειτουργιών, όπως το Adderall, για να βελτιώσουν τη συγκέντρωσή τους και τον χρόνο αντίδρασης. Μία από τις πιο αμφιλεγόμενες παραδοχές για τη χρήση ντόπινγκ προήλθε από τον Kory “SEMPHIS” Friesen της Cloud9 το 2015.
Ο Friesen παραδέχτηκε ανοιχτά ότι αυτός και η ομάδα του είχαν χρησιμοποιήσει Adderall κατά τη διάρκεια του τουρνουά ESL One Katowice, ισχυριζόμενος ότι τους βοήθησε να διατηρήσουν την προσοχή τους για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Οι δηλώσεις του προκάλεσαν ανησυχίες σχετικά με την εξάπλωση των φαρμάκων ενίσχυσης απόδοσης στα esports.
Μετά από αυτή την αποκάλυψη, οι διοργανωτές τουρνουά έλαβαν μέτρα. Η ESL εισήγαγε πολιτική κατά του ντόπινγκ σε συνεργασία με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Αντι-Ντόπινγκ (WADA), καθιστώντας τα esports ένα από τα πρώτα ψηφιακά αθλήματα που εφάρμοσαν ελέγχους ντόπινγκ.
Η εισαγωγή μέτρων κατά του ντόπινγκ προκάλεσε συζητήσεις στην κοινότητα των esports. Κάποιοι υποστήριξαν ότι ουσίες όπως το Adderall παρέχουν αθέμιτο πλεονέκτημα, ενώ άλλοι θεώρησαν ότι η αυστηρή επιβολή πολιτικών κατά των φαρμάκων θα ήταν δύσκολη λόγω της φύσης του ανταγωνιστικού gaming.
Παρά τις προκλήσεις, οι οργανισμοί των esports συνέχισαν να αναπτύσσουν κανονισμούς για την αντιμετώπιση του ζητήματος. Οι παίκτες που συμμετέχουν σε μεγάλα τουρνουά υπόκεινται πλέον σε τυχαίους ελέγχους ντόπινγκ, διασφαλίζοντας δίκαιο ανταγωνισμό σε όλα τα επίπεδα.
Αν και το ντόπινγκ εξακολουθεί να αποτελεί ανησυχία, η αυξημένη ευαισθητοποίηση και η εφαρμογή κανονισμών έχουν βοηθήσει στον περιορισμό του φαινομένου. Οι παίκτες είναι πλέον πιο προσεκτικοί σχετικά με τη χρήση ουσιών που θα μπορούσαν να τους επιφέρουν αποκλεισμό ή να καταστρέψουν την καριέρα τους.